-
1 λατραβιάζειν
λατραβιάζειν· ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῖν, Hsch.; cf. [full] λατράζειν· βαρβαρίζειν, Id. [full] λατραβός,A = λαμυρός, and [full] λατραβία ( λατραπία cod.), = λαμυρία μετὰ ἐρυθριάσεως, Id.:—also [full] λατραβῶν· ἀλαζονευόμενος, and [full] ἐλατράβιζον· τὸ βωμολοχεύειν καὶ πανουργεῖν λατραβίζειν ἔλεγον, Id. [full] λατράζειν, v. λατραβιάζειν. [full] λατραίω, v. λατρείω. [full] λάτραψ· ὑετός, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατραβιάζειν
См. также в других словарях:
λατραβιάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβιάζειν και λατραβίζω συνδέονται με το λατ. latrō, πιθ. με σημ. «γαβγίζω»] … Dictionary of Greek